Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


settentrionàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [settentrjoˈnale]

κάτοικος βορινής χώρας

settentrionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [settentrjoˈnale]

βόρειος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  settennio settentrionalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

settemviro (ουσ αρσ )
settenario (ουσ αρσ )
settennale (επίθ.)
settenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
settennio (ουσ αρσ )
settentrionale (ουσ αρσ και θηλ.)
settentrionale (επίθ.)
settentrionalismo (ουσ αρσ )
settentrione (ουσ αρσ )
setter (ουσ αρσ )
setticemia (θηλ.ουσ)
setticemico (αρσ. επίθ και ουσ)
setticlavio (ουσ αρσ )
settico (επίθ.)
settile (επίθ.)
settima (θηλ.ουσ)
settimana (θηλ.ουσ)
settimanale (επίθ.)
settimanalmente (επίρ.)
settimino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---