ItalianoGreco


sfacciàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfatˈʧato]

1 ξεδιάντροπος
2 ασύστολος
3 ξετσίπωτος
4 αναίσχυντος
5 ανερυθρίαστος
6 αναιδής
7 αδιάντροπος
8 αυθάδης

sfacciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfatˈʧato]

αναιδής (-ής, -ές)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---