Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfagliàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfaʎˈʎare]

αναπηδώ από φόβο (για άλογο)

sfagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfaʎˈʎare]

ξεσκαρτάρω (χαρτιά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfagiolare sfaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfacciatamente (επίρ.)
sfacciato (ουσ αρσ )
sfacciato (επίθ.)
sfacelo (ουσ αρσ )
sfagiolare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ.αμτβ.)
sfagliare (ρ. μτβ.)
sfaglio (ουσ αρσ )
sfagneto (ουσ αρσ )
sfagno (ουσ αρσ )
sfalcio (ουσ αρσ )
sfaldabile (επίθ.)
sfaldamento (ουσ αρσ )
sfaldare (ρ. μτβ.)
sfaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfaldatura (θηλ.ουσ)
sfalsamento (ουσ αρσ )
sfalsare (ρ. μτβ.)
sfamare (ρ. μτβ.)
sfamarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---