ItalianoGreco


sfalsàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfalˈsare]

1 αποκρούω χτύπημα
2 βάζω παράμερα
3 μετακινώ
4 αποφεύγω κίνδυνο
5 μετατοπίζω
6 εκτρέπω
7 αποκλίνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---