Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfangàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfanˈgare]

1 αφαιρώ τη λάσπη
2 σπάζω ορυκτό σε ψιλή λάσπη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfangamento sfare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfalsamento (ουσ αρσ )
sfalsare (ρ. μτβ.)
sfamare (ρ. μτβ.)
sfamarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfangamento (ουσ αρσ )
sfangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfare (ρ. μτβ.)
sfarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfarfallamento (ουσ αρσ )
sfarfallare (ρ.αμτβ.)
sfarfallatura (θηλ.ουσ)
sfarfallio (ουσ αρσ )
sfarfallone (ουσ αρσ )
sfarinabile (επίθ.)
sfarinamento (ουσ αρσ )
sfarinare (ρ.αμτβ.)
sfarinare (ρ. μτβ.)
sfarinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfarinato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfarzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---