Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sferòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sfeˈrɔmetro]

σφαιρόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sferoide sferragliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sferico (αρσ. επίθ και ουσ)
sferire (ρ. μτβ.)
sferisterio (ουσ αρσ )
sferoidale (επίθ.)
sferoide (ουσ αρσ )
sferometro (ουσ αρσ )
sferragliamento (ουσ αρσ )
sferragliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sferrare (ρ. μτβ.)
sferrarsi (ρ.μ. (αντων.))
sferratura (θηλ.ουσ)
sferza (θηλ.ουσ)
sferzante (επίθ.)
sferzare (ρ. μτβ.)
sferzata (θηλ.ουσ)
sfiaccolare (ρ.αμτβ.)
sfiammare (ρ.αμτβ.)
sfiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfiancato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---