Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiancàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfjanˈkare]

1 βγάζω το λάδι
2 καταπονώ
3 κουράζω
4 διασπώ
5 διαπερνώ

sfiancarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfjanˈkarsi]

1 ξεθεώνομαι
2 κατακουράζομαι
3 διασπώμαι
4 ανοίγω διάπλατα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfiammare sfiancato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sferzante (επίθ.)
sferzare (ρ. μτβ.)
sferzata (θηλ.ουσ)
sfiaccolare (ρ.αμτβ.)
sfiammare (ρ.αμτβ.)
sfiancare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfiancato (επίθ.)
sfiatamento (ουσ αρσ )
sfiatare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfiatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfiatato (επίθ.)
sfiatatoio (ουσ αρσ )
sfiato (ουσ αρσ )
sfibbiare (ρ. μτβ.)
sfibbiatura (θηλ.ουσ)
sfibramento (ουσ αρσ )
sfibrante (επίθ.)
sfibrare (ρ. μτβ.)
sfibrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---