Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfigmògrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sfigˈmɔgrafo] 1 σφυγμογράφος 2 καταγραφικό όργανο σφυγμών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |