Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiguràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sfiguˈrare]

1 κάνω κακή εντύπωση
2 δημιουργώ κακή εντύπωση
3 δεν ταιριάζω

sfiguràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfiguˈrare]

1 παραποιώ
2 καθιστώ δύσμορφο
3 διαστρεβλώνω
4 παραμορφώνω
5 ασχημίζω
6 διαστρέφω
7 καταστρέφω
8 αλλοιώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfigmomanometro sfigurato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfigmico (επίθ.)
sfigmografia (θηλ.ουσ)
sfigmografo (ουσ αρσ )
sfigmogramma (ουσ αρσ )
sfigmomanometro (ουσ αρσ )
sfigurare (ρ.αμτβ.)
sfigurare (ρ. μτβ.)
sfigurato (επίθ.)
sfilaccia (θηλ.ουσ)
sfilacciare (ρ. μτβ.)
sfilacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilacciato (αρσ. επίθ και ουσ)
sfilacciatrice (θηλ.ουσ)
sfilacciatura (θηλ.ουσ)
sfilamento (ουσ αρσ )
sfilare (ρ.αμτβ.)
sfilare (ρ. μτβ.)
sfilarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfilata (θηλ.ουσ)
sfilatino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---