Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfiorìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sfjoˈrito]

1 μαραμένος
2 σταφιδιασμένος
3 μαραζωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfiorire sfioritura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfiondare (ρ. μτβ.)
sfioramento (ουσ αρσ )
sfiorare (ρ. μτβ.)
sfioratore (ουσ αρσ )
sfiorire (ρ.αμτβ.)
sfiorito (επίθ.)
sfioritura (θηλ.ουσ)
sfirena (θηλ.ουσ)
sfissare (ρ. μτβ.)
sfittare (ρ. μτβ.)
sfittarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfitto (επίθ.)
sfizio (ουσ αρσ )
sfocare (ρ. μτβ.)
sfocato (επίθ.)
sfocatura (θηλ.ουσ)
sfociamento (ουσ αρσ )
sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---