Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfioritùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sfjoriˈtura]

1 κατάπτωση
2 ζούριασμα
3 μάρανση
4 μαράγκιασμα
5 μαρασμός
6 μάραμα
7 μαράζωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfiorito sfirena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfioramento (ουσ αρσ )
sfiorare (ρ. μτβ.)
sfioratore (ουσ αρσ )
sfiorire (ρ.αμτβ.)
sfiorito (επίθ.)
sfioritura (θηλ.ουσ)
sfirena (θηλ.ουσ)
sfissare (ρ. μτβ.)
sfittare (ρ. μτβ.)
sfittarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfitto (επίθ.)
sfizio (ουσ αρσ )
sfocare (ρ. μτβ.)
sfocato (επίθ.)
sfocatura (θηλ.ουσ)
sfociamento (ουσ αρσ )
sfociare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sfocio (ουσ αρσ )
sfoderamento (ουσ αρσ )
sfoderare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---