Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfracellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sfraʧelˈlare]

1 κατασυντρίβω
2 σπάζω
3 θρυμματίζω
4 καταθρυμματίζω
5 συντρίβω
6 κομματιάζω
7 τσακίζω
8 θρύβω
9 θρυψαλιάζω
10 διασπώ

sfracellarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sfraʧelˈlarsi]

1 θρύβομαι
2 διασπώμαι
3 τσακίζομαι
4 κομματιάζομαι
5 θρυψαλιάζομαι
6 καταθρυμματίζομαι
7 θρυμματίζομαι
8 συντρίβομαι
9 κατασυντρίβομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sfottitura sfragistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)
sfracellare (ρ. μτβ.)
sfracellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfragistica (θηλ.ουσ)
sfragistico (επίθ.)
sfrangiare (ρ. μτβ.)
sfrangiato (επίθ.)
sfrangiatura (θηλ.ουσ)
sfratarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrattare (ρ.αμτβ.)
sfrattare (ρ. μτβ.)
sfrattato (ουσ αρσ )
sfrattato (επίθ.)
sfratto (ουσ αρσ )
sfrecciare (ρ.αμτβ.)
sfregamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---