Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sfóttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfottere]

1 πειράζω
2 τσατίζω
3 ερεθίζω
4 παροργίζω
5 θίγω
6 περιγελώ
7 κοροὶδεύω
8 προκαλώ θυμό ή σύγχυση
9 κουρντίζω
10 σκανδαλίζω

sfottersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈsfottersi]

πειράζομαι με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sforzo sfottimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sforzatamente (επίρ.)
sforzato (ουσ αρσ )
sforzatura (θηλ.ουσ)
sforzesco (αρσ. επίθ και ουσ)
sforzo (ουσ αρσ )
sfottere (ρ. μτβ.)
sfottersi (ρ.μ. (αντων.))
sfottimento (ουσ αρσ )
sfottitore (αρσ. επίθ και ουσ)
sfottitura (θηλ.ουσ)
sfracellare (ρ. μτβ.)
sfracellarsi (ρ.μ. (αντων.))
sfragistica (θηλ.ουσ)
sfragistico (επίθ.)
sfrangiare (ρ. μτβ.)
sfrangiato (επίθ.)
sfrangiatura (θηλ.ουσ)
sfratarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sfrattare (ρ.αμτβ.)
sfrattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---