Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgómbro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzgombro] (pesce) το σκουμπρί sgómbro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈzgombro] άδειος (-α, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |