Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsgranàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zgraˈnato] 1 ξεφλουδισμένος 2 ορθάνοιχτος 3 που έχει απεμπλακεί από γρανάζι 4 εκκοκκισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |