Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgravàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgraˈvare]

1 γεννώ
2 λευτερώνομαι (για έγκυο)
3 τεκνοποιώ

sgravàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zgraˈvare]

1 ξεφορτώνω
2 αθωώνω
3 λευτερώνω
4 ελαφρύνω
5 ελευθερώνω
6 διευκολύνω
7 ξαλαφρώνω
8 ανακουφίζω
9 ελαφραίνω
10 ευκολύνω
11 απολυτρώνω
12 απελευθερώνω
13 αποδεσμεύω
14 απαλλάσσω

sgravarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zgraˈvarsi]

1 ξεφορτώνομαι
2 λυτρώνομαι
3 γεννώ
4 απαλλάσσομαι
5 ελαφρώνομαι
6 τεκνοποιώ
7 λευτερώνομαι (για έγκυο)
8 ανακουφίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgrassatura sgravio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgrappolatoio (ουσ αρσ )
sgrassante (ουσ αρσ )
sgrassante (επίθ.)
sgrassare (ρ. μτβ.)
sgrassatura (θηλ.ουσ)
sgravare (ρ.αμτβ.)
sgravare (ρ. μτβ.)
sgravarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgravio (ουσ αρσ )
sgraziatamente (επίρ.)
sgraziato (επίθ.)
sgretolamento (ουσ αρσ )
sgretolare (ρ. μτβ.)
sgretolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sgretolio (ουσ αρσ )
sgridare (ρ. μτβ.)
sgridata (θηλ.ουσ)
sgrillettare (ρ.αμτβ.)
sgrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgrondatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---