Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgridàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zgriˈdata]

1 κατσάδα
2 ψάλσιμο (μεταφορικά)
3 αθιβολή
4 ψυχρολουσία (μεταφορικά)
5 μερεμέτι (μεταφορικά)
6 ονειδισμός
7 ρομπατσίνα
8 μομφή
9 τράκο (μεταφορικά)
10 επίπληξη
11 επιτίμηση
12 μάλωμα
13 κατσάδιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgridare sgrillettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgretolamento (ουσ αρσ )
sgretolare (ρ. μτβ.)
sgretolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
sgretolio (ουσ αρσ )
sgridare (ρ. μτβ.)
sgridata (θηλ.ουσ)
sgrillettare (ρ.αμτβ.)
sgrondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgrondatura (θηλ.ουσ)
sgrondo (ουσ αρσ )
sgroppare (ρ. μτβ.)
sgropparsi (ρ.μ. (αντων.))
sgroppata (θηλ.ουσ)
sgropponare (ρ.αμτβ.)
sgropponarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgropponata (θηλ.ουσ)
sgrossamento (ουσ αρσ )
sgrossare (ρ. μτβ.)
sgrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgrossatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---