sgridàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zgriˈdata]
1 κατσάδα
2 ψάλσιμο (μεταφορικά)
3 αθιβολή
4 ψυχρολουσία (μεταφορικά)
5 μερεμέτι (μεταφορικά)
6 ονειδισμός
7 ρομπατσίνα
8 μομφή
9 τράκο (μεταφορικά)
10 επίπληξη
11 επιτίμηση
12 μάλωμα
13 κατσάδιασμα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zgriˈdata]
1 κατσάδα
2 ψάλσιμο (μεταφορικά)
3 αθιβολή
4 ψυχρολουσία (μεταφορικά)
5 μερεμέτι (μεταφορικά)
6 ονειδισμός
7 ρομπατσίνα
8 μομφή
9 τράκο (μεταφορικά)
10 επίπληξη
11 επιτίμηση
12 μάλωμα
13 κατσάδιασμα
permalink
sgridata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android