Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìclo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsiklo]

σίκλος (αρχαίο εβραὶκό νόμισμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siciliano sicofante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Sicilia (κύρ.όν. θηλ.)
siciliana (θηλ.ουσ)
sicilianità (θηλ.ουσ)
siciliano (ουσ αρσ )
siciliano (επίθ.)
siclo (ουσ αρσ )
sicofante (ουσ αρσ και θηλ.)
sicomoro (ουσ αρσ )
siconio (ουσ αρσ )
sicosi (θηλ.ουσ)
siculo (ουσ αρσ )
siculo (επίθ.)
sicumera (θηλ.ουσ)
sicura (θηλ.ουσ)
sicuramente (επίρ.)
sicurezza (θηλ.ουσ)
sicuro (επίθ.)
sicurtà (θηλ.ουσ)
sidecar (ουσ αρσ )
siderale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---