Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsicofànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sikoˈfante] 1 πληροφοριοδότης 2 συκοφάντης 3 διαβολέας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |