Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsierósa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sjeˈrosa], [sjeˈroza] 1 χόριο πτηνών και ερπετών 2 ορογόνος υμένας (ανατομία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |