Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sillèpsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [silˈlɛpsi]

σύλληψις (γραμματική δομή όπου δύο λέξεις ανόμοιες συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sillabo sillessi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sillabare (ρ. μτβ.)
sillabario (ουσ αρσ )
sillabazione (θηλ.ουσ)
sillabico (επίθ.)
sillabo (ουσ αρσ )
sillepsi (θηλ.ουσ)
sillessi (θηλ.ουσ)
silloge (θηλ.ουσ)
sillogismo (ουσ αρσ )
sillogistica (θηλ.ουσ)
sillogisticamente (επίρ.)
sillogistico (επίθ.)
sillogizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
silo (ουσ αρσ )
silofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
silofono (ουσ αρσ )
silografia (θηλ.ουσ)
silografico (επίθ.)
silografo (ουσ αρσ )
siltite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---