Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


silògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [siˈlɔgrafo]

ξυλογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  silografico siltite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

silo (ουσ αρσ )
silofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
silofono (ουσ αρσ )
silografia (θηλ.ουσ)
silografico (επίθ.)
silografo (ουσ αρσ )
siltite (θηλ.ουσ)
siluramento (ουσ αρσ )
silurante (θηλ. επίθ και ουσ)
silurare (ρ. μτβ.)
siluratore (αρσ. επίθ και ουσ)
siluriano (αρσ. επίθ και ουσ)
silurico (αρσ. επίθ και ουσ)
silurificio (ουσ αρσ )
siluriforme (αρσ. επίθ και ουσ)
siluripedio (ουσ αρσ )
silurista (ουσ αρσ )
siluro (ουσ αρσ )
silvano (επίθ.)
silvestre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---