Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


siluriàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [siluˈrjano]

Σιλούρειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  siluratore silurico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

siltite (θηλ.ουσ)
siluramento (ουσ αρσ )
silurante (θηλ. επίθ και ουσ)
silurare (ρ. μτβ.)
siluratore (αρσ. επίθ και ουσ)
siluriano (αρσ. επίθ και ουσ)
silurico (αρσ. επίθ και ουσ)
silurificio (ουσ αρσ )
siluriforme (αρσ. επίθ και ουσ)
siluripedio (ουσ αρσ )
silurista (ουσ αρσ )
siluro (ουσ αρσ )
silvano (επίθ.)
silvestre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
silvia (θηλ.ουσ)
silvicolo (επίθ.)
silvicoltore (ουσ αρσ )
silvicoltura (θηλ.ουσ)
silvina (θηλ.ουσ)
silvite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---