Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [simoˈnia]

1 χειροτονία με δωροδοκία
2 σιμωνία
3 εμπόριο θρησκείας
4 εμπορική εκμετάλλευση θείας χάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simmetrico simoniaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

similpelle (θηλ.ουσ)
simmetallismo (ουσ αρσ )
simmetria (θηλ.ουσ)
simmetricamente (επίρ.)
simmetrico (επίθ.)
simonia (θηλ.ουσ)
simoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatetico (επίθ.)
simpatia (θηλ.ουσ)
simpaticamente (επίρ.)
simpaticità (θηλ.ουσ)
simpatico (ουσ αρσ )
simpatico (επίθ.)
simpaticotonia (θηλ.ουσ)
simpaticotonico (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatizzante (ουσ αρσ )
simpatizzante (επίθ.)
simpatizzare (ρ.αμτβ.)
simplesso (ουσ αρσ )
simplex (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---