Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simpàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [simˈpatiko]

1 νευρικό σύστημα
2 συμπαθητικό σύστημα

simpàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [simˈpatiko]

συμπαθητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simpaticità simpaticotonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simoniaco (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatetico (επίθ.)
simpatia (θηλ.ουσ)
simpaticamente (επίρ.)
simpaticità (θηλ.ουσ)
simpatico (ουσ αρσ )
simpatico (επίθ.)
simpaticotonia (θηλ.ουσ)
simpaticotonico (αρσ. επίθ και ουσ)
simpatizzante (ουσ αρσ )
simpatizzante (επίθ.)
simpatizzare (ρ.αμτβ.)
simplesso (ουσ αρσ )
simplex (ουσ αρσ )
simpodiale (επίθ.)
simpodio (ουσ αρσ )
simposio (ουσ αρσ )
simulacro (ουσ αρσ )
simulare (ρ. μτβ.)
simulatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---