Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsimpàtico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [simˈpatiko] 1 νευρικό σύστημα 2 συμπαθητικό σύστημα simpàtico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [simˈpatiko] συμπαθητικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |