Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsimultaneità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [simultaneiˈta] 1 ταυτοσημία χρονική 2 κατάσταση στην ίδια εποχή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |