Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


simulatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [simulaˈtore]

1 υποκριτής
2 εξομοιωτής
3 προσομοιωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  simulato simulatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

simposio (ουσ αρσ )
simulacro (ουσ αρσ )
simulare (ρ. μτβ.)
simulatamente (επίρ.)
simulato (επίθ.)
simulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
simulatorio (επίθ.)
simulazione (θηλ.ουσ)
simultanea (θηλ.ουσ)
simultaneamente (επίρ.)
simultaneità (θηλ.ουσ)
simultaneo (επίθ.)
simun (ουσ αρσ )
sinagoga (θηλ.ουσ)
sinaitico (επίθ.)
sinalefe (θηλ.ουσ)
sinallagma (ουσ αρσ )
sinallagmatico (επίθ.)
sinantropo (ουσ αρσ )
sinapsi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---