Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sincìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sinˈʧittsjo]

συγκύτιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sincipite sinclinale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sincero (επίθ.)
sinché (σύνδ.)
sincinesia (θηλ.ουσ)
sincipitale (επίθ.)
sincipite (ουσ αρσ )
sincizio (ουσ αρσ )
sinclinale (θηλ. επίθ και ουσ)
sincopale (επίθ.)
sincopare (ρ. μτβ.)
sincopato (επίθ.)
sincope (θηλ.ουσ)
sincretismo (ουσ αρσ )
sincretista (ουσ αρσ και θηλ.)
sincretistico (επίθ.)
sincrociclotrone (ουσ αρσ )
sincronia (θηλ.ουσ)
sincronico (επίθ.)
sincronismo (ουσ αρσ )
sincronistico (επίθ.)
sincronizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---