Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sìncope  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsinkope]

1 λιποθυμία
2 συγκοπή εγκεφαλική
3 συγκοπή (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sincopato sincretismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sincizio (ουσ αρσ )
sinclinale (θηλ. επίθ και ουσ)
sincopale (επίθ.)
sincopare (ρ. μτβ.)
sincopato (επίθ.)
sincope (θηλ.ουσ)
sincretismo (ουσ αρσ )
sincretista (ουσ αρσ και θηλ.)
sincretistico (επίθ.)
sincrociclotrone (ουσ αρσ )
sincronia (θηλ.ουσ)
sincronico (επίθ.)
sincronismo (ουσ αρσ )
sincronistico (επίθ.)
sincronizzare (ρ. μτβ.)
sincronizzato (επίθ.)
sincronizzatore (ουσ αρσ )
sincronizzazione (θηλ.ουσ)
sincrono (επίθ.)
sincrotrone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---