Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsindacatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sindakaˈtore] 1 ελεγκτής 2 εκτελών έλεγχο βιβλίων 3 κριτικός 4 λογοκριτής 5 προὶστάμενος επιθεώρησης 6 επιθεωρητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |