Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sindacàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sindaˈkare]

1 κριτικάρω
2 λογοκρίνω
3 εξετάζω
4 εξακριβώνω
5 κοντρολάρω
6 επιθεωρώ
7 εξετάζω για επαλήθευση
8 ελέγχω
9 διελέγχω
10 ελέγχω επισταμένως
11 εξελέγχω
12 τσεκάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sindacalizzazione sindacato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sindacalismo (ουσ αρσ )
sindacalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sindacalistico (επίθ.)
sindacalizzare (ρ. μτβ.)
sindacalizzazione (θηλ.ουσ)
sindacare (ρ. μτβ.)
sindacato (ουσ αρσ )
sindacatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sindaco (ουσ αρσ )
sindattilia (θηλ.ουσ)
sindattilo (επίθ.)
sinderesi (θηλ.ουσ)
sindone (θηλ.ουσ)
sindrome (θηλ.ουσ)
sindromico (επίθ.)
sinechia (θηλ.ουσ)
sinecura (θηλ.ουσ)
sineddoche (θηλ.ουσ)
sine die (επίρ.)
sinedrio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---