Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinistrosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sinistrosiˈta]

1 αριθμός ατυχημάτων
2 πιθανότητα για ατυχήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinistrorso sinizesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sinistrogiro (επίθ.)
sinistroide (ουσ αρσ και θηλ.)
sinistroide (επίθ.)
sinistrorso (ουσ αρσ )
sinistrorso (επίθ.)
sinistrosità (θηλ.ουσ)
sinizesi (θηλ.ουσ)
sinizzazione (θηλ.ουσ)
sino (πρόθ.)
sino (επίρ.)
sinodale (επίθ.)
sinodico (επίθ.)
sinodo (ουσ αρσ )
sinologia (θηλ.ουσ)
sinologo (ουσ αρσ )
sinonimia (θηλ.ουσ)
sinonimico (επίθ.)
sinonimo (ουσ αρσ )
sinora (επίρ.)
sinossi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---