Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sinoloˈʤia]

1 μελέτη τα των της Κίνας
2 σινολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinodo sinologo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sino (πρόθ.)
sino (επίρ.)
sinodale (επίθ.)
sinodico (επίθ.)
sinodo (ουσ αρσ )
sinologia (θηλ.ουσ)
sinologo (ουσ αρσ )
sinonimia (θηλ.ουσ)
sinonimico (επίθ.)
sinonimo (ουσ αρσ )
sinora (επίρ.)
sinossi (θηλ.ουσ)
sinostosi (θηλ.ουσ)
sinottico (αρσ. επίθ και ουσ)
sinovia (θηλ.ουσ)
sinoviale (θηλ. επίθ και ουσ)
sinovite (θηλ.ουσ)
sintagma (ουσ αρσ )
sintagmatico (επίθ.)
sintantoché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---