Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsito] (internet) η περιοχή sìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsito] 1 ευρισκόμενος 2 κείμενος 3 εγκαταστημένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsito [αρσ.] archeologico = ο αρχαιολογικός χώρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |