Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


situazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [situatˈtsjone]

η κατάσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  situazionale siviera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


adeguarsi alla situazione = μπαίνω σε λούκι || una situazione [θηλ.] imbarazzante = μία κατάσταη που προκαλεί αμηχανία


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sitologia (θηλ.ουσ)
sitologo (ουσ αρσ )
situare (ρ. μτβ.)
situato (επίθ.)
situazionale (επίθ.)
situazione (θηλ.ουσ)
siviera (θηλ.ουσ)
Siviglia (κύρ.όν. θηλ.)
sizigia (θηλ.ουσ)
sizigiale (επίθ.)
skai (ουσ αρσ )
skateboard (ουσ αρσ )
skating (ουσ αρσ )
sketch (ουσ αρσ )
skilift (ουσ αρσ )
skipper (ουσ αρσ και θηλ.)
slabbrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
slabbrarsi (ρ.μ. (αντων.))
slabbratura (θηλ.ουσ)
slacciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---