Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsituazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [situatˈtsjone] η κατάσταση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαadeguarsi alla situazione = μπαίνω σε λούκι || una situazione [θηλ.] imbarazzante = μία κατάσταη που προκαλεί αμηχανία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |