Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smaltatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zmaltaˈtore]

τεχνίτης ειδικός στη σμάλτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smaltato smaltatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smaliziarsi (ρ.μ. (αντων.))
smaliziato (επίθ.)
smallare (ρ. μτβ.)
smaltare (ρ. μτβ.)
smaltato (επίθ.)
smaltatore (αρσ. επίθ και ουσ)
smaltatrice (θηλ.ουσ)
smaltatura (θηλ.ουσ)
smalteria (θηλ.ουσ)
smaltimento (ουσ αρσ )
smaltire (ρ. μτβ.)
smaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
smaltitoio (ουσ αρσ )
smalto (ουσ αρσ )
smammare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smanacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smanacciata (θηλ.ουσ)
smanceria (θηλ.ουσ)
smanceroso (επίθ.)
smangiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---