ItalianoGreco


smaltìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmalˈtista]

1 τεχνικός ειδικός στη σμάλτωση
2 αγγειοπλάστης ειδικός στο σμάλτωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z