Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smaltìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zmalˈtista]

1 τεχνικός ειδικός στη σμάλτωση
2 αγγειοπλάστης ειδικός στο σμάλτωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smaltire smaltitoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smaltatrice (θηλ.ουσ)
smaltatura (θηλ.ουσ)
smalteria (θηλ.ουσ)
smaltimento (ουσ αρσ )
smaltire (ρ. μτβ.)
smaltista (ουσ αρσ και θηλ.)
smaltitoio (ουσ αρσ )
smalto (ουσ αρσ )
smammare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smanacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smanacciata (θηλ.ουσ)
smanceria (θηλ.ουσ)
smanceroso (επίθ.)
smangiare (ρ. μτβ.)
smangiucchiare (ρ.αμτβ.)
smangiucchiare (ρ. μτβ.)
smania (θηλ.ουσ)
smaniante (επίθ.)
smaniare (ρ.αμτβ.)
smanierato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---