Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


smarginàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zmarʤiˈnare]

1 τυπώνω στο άκρο σελίδας που αργότερα θα κοπεί
2 ξακρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  smargiasso smarginatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

smantellare (ρ. μτβ.)
smarcare (ρ. μτβ.)
smarcarsi (ρ.μ. (αντων.))
smargiassata (θηλ.ουσ)
smargiasso (αρσ. επίθ και ουσ)
smarginare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarginatura (θηλ.ουσ)
smargottare (ρ. μτβ.)
smarrimento (ουσ αρσ )
smarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
smarrito (επίθ.)
smarronare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
smarronata (θηλ.ουσ)
smartellare (ρ.αμτβ.)
smartellare (ρ. μτβ.)
smascellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
smascheramento (ουσ αρσ )
smascherare (ρ. μτβ.)
smascherarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---