Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffrìbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sofˈfribile]

1 προσδεκτός
2 ανεπαχθής
3 ανεκτός
4 υποφερτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffregare soffriggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffreddare (ρ.αμτβ.)
soffreddare (ρ. μτβ.)
soffreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
soffregamento (ουσ αρσ )
soffregare (ρ. μτβ.)
soffribile (αρσ. επίθ και ουσ)
soffriggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)
sofisma (ουσ αρσ )
sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)
sofisticaggine (θηλ.ουσ)
sofisticamente (επίρ.)
sofisticamento (ουσ αρσ )
sofisticare (ρ.αμτβ.)
sofisticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---