Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soffreddàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [soffredˈdare]

1 ψύχομαι
2 δροσίζομαι

soffreddàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [soffredˈdare]

δροσίζω

soffreddarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [soffredˈdarsi]

1 ψύχομαι
2 δροσίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soffondersi soffregamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soffocare (ρ. μτβ.)
soffocato (επίθ.)
soffocazione (θηλ.ουσ)
soffondere (ρ. μτβ.)
soffondersi (ρ.μ. (αντων.))
soffreddare (ρ.αμτβ.)
soffreddare (ρ. μτβ.)
soffreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
soffregamento (ουσ αρσ )
soffregare (ρ. μτβ.)
soffribile (αρσ. επίθ και ουσ)
soffriggere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soffritto (αρσ. επίθ και ουσ)
soffusione (θηλ.ουσ)
soffuso (επίθ.)
sofia (θηλ.ουσ)
sofisma (ουσ αρσ )
sofista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sofistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---