Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solariˈta]

1 ακτινοβολία
2 ανταύγεια
3 λάμψη
4 αιγλοβολία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solario solarium  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solanina (θηλ.ουσ)
solare (επίθ.)
solare (ρ. μτβ.)
solarimetro (ουσ αρσ )
solario (ουσ αρσ )
solarità (θηλ.ουσ)
solarium (ουσ αρσ )
solatio (ουσ αρσ )
solatio (επίθ.)
solatura (θηλ.ουσ)
solcabile (επίθ.)
solcare (ρ. μτβ.)
solcata (θηλ.ουσ)
solcato (επίθ.)
solcatura (θηλ.ουσ)
solco (ουσ αρσ )
solcometro (ουσ αρσ )
soldanella (θηλ.ουσ)
soldataglia (θηλ.ουσ)
soldatesca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---