Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solcatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solkaˈtura]

1 αυλάκωμα
2 όργωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solcato solco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solatura (θηλ.ουσ)
solcabile (επίθ.)
solcare (ρ. μτβ.)
solcata (θηλ.ουσ)
solcato (επίθ.)
solcatura (θηλ.ουσ)
solco (ουσ αρσ )
solcometro (ουσ αρσ )
soldanella (θηλ.ουσ)
soldataglia (θηλ.ουσ)
soldatesca (θηλ.ουσ)
soldatesco (επίθ.)
soldatessa (θηλ.ουσ)
soldatino (ουσ αρσ )
soldato (ουσ αρσ )
soldo (ουσ αρσ )
sole (ουσ αρσ )
solecchio (ουσ αρσ )
solecismo (ουσ αρσ )
soleggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---