Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolfatàra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [solfaˈtara] 1 ηφαίστειο που εκτοξεύει θειάφι 2 ηφαιστειακή περιοχή με ατμούς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |