Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solfeggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solfedʤaˈmento]

χρήση συλλαβών σε νότες (πχ σολ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  solfato solfeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solfanello (ουσ αρσ )
solfara (θηλ.ουσ)
solfatara (θηλ.ουσ)
solfatazione (θηλ.ουσ)
solfato (επίθ.)
solfeggiamento (ουσ αρσ )
solfeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solfeggio (ουσ αρσ )
solfidrato (ουσ αρσ )
solfidrico (επίθ.)
solfifero (επίθ.)
solfitare (ρ. μτβ.)
solfito (ουσ αρσ )
solfo (ουσ αρσ )
solfonare (ρ. μτβ.)
solfonazione (θηλ.ουσ)
solfone (ουσ αρσ )
solfonico (επίθ.)
solforare (ρ. μτβ.)
solforato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---