Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolstìzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [solsˈtittsjo] 1 χειμερινή ή θερινή ισημερία 2 ηλιοστάσιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |