Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solvatazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [solvatatˈtsjone]

μετατροπή σε σύμπλοκο άλας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soluzione solvato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solubilità (θηλ.ουσ)
solubilizzare (ρ. μτβ.)
soluto (αρσ. επίθ και ουσ)
solutore (ουσ αρσ )
soluzione (θηλ.ουσ)
solvatazione (θηλ.ουσ)
solvato (ουσ αρσ )
solvente (ουσ αρσ )
solvente (επίθ.)
solvenza (θηλ.ουσ)
solvere (ρ. μτβ.)
solvibile (επίθ.)
solvibilità (θηλ.ουσ)
soma (ουσ αρσ )
soma (θηλ.ουσ)
Somalia (κύρ.όν. θηλ.)
somalo (ουσ αρσ )
somalo (επίθ.)
somara (θηλ.ουσ)
somaraggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---