ItalianoGreco


sommàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [somˈmarjo]

η περίληψη

sommàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [somˈmarjo]

1 λιτός σύντομος και σαφής
2 περιληπτικός
3 περιεκτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---