ItalianoGreco


sommèrso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [somˈmɛrso]

1 βουτηγμένος
2 εξουθενωμένος
3 βουλιαγμένος
4 καλυμμένος με νερό
5 πλημμυρισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z