Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sommèrso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [somˈmɛrso]

1 βουτηγμένος
2 εξουθενωμένος
3 βουλιαγμένος
4 καλυμμένος με νερό
5 πλημμυρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sommersione sommessamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sommergersi (ρ. μ. αμτβ.)
sommergibile (ουσ αρσ )
sommergibile (επίθ.)
sommergibilista (αρσ. επίθ και ουσ)
sommersione (θηλ.ουσ)
sommerso (αρσ. επίθ και ουσ)
sommessamente (επίρ.)
sommesso (επίθ.)
sommier (ουσ αρσ )
somministrante (αρσ. επίθ και ουσ)
somministrare (ρ. μτβ.)
somministratore (αρσ. επίθ και ουσ)
somministrazione (θηλ.ουσ)
sommissione (θηλ.ουσ)
sommità (θηλ.ουσ)
sommo (ουσ αρσ )
sommo (επίθ.)
sommoscapo (ουσ αρσ )
sommossa (θηλ.ουσ)
sommovimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---