Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopraelevazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sopraelevatˈtsjone] 1 πρόσθετος όροφος (δρόμου ή γέφυρας ή γραμμής τρένου κλπ) 2 δρόμος ή γραμμή σε υπερυψωμένο ανάχωμα 3 υπερύψωση 4 υπερυψωμένο τμήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |