ItalianoGreco


sorpassàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sorpasˈsato]

άνθρωπος με σκουριασμένες ιδέες

sorpassàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorpasˈsato]

1 απαρχαιωμένος
2 μουσειακός
3 οπισθοδρομικός
4 ξεπερασμένος
5 παλιομοδίτικος
6 ντεμοντέ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z