Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorpassàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sorpasˈsato]

άνθρωπος με σκουριασμένες ιδέες

sorpassàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorpasˈsato]

1 απαρχαιωμένος
2 μουσειακός
3 οπισθοδρομικός
4 ξεπερασμένος
5 παλιομοδίτικος
6 ντεμοντέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorpassare sorpasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sororale (επίθ.)
sororicida (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sororicidio (ουσ αρσ )
sorosio (ουσ αρσ )
sorpassare (ρ. μτβ.)
sorpassato (ουσ αρσ )
sorpassato (επίθ.)
sorpasso (ουσ αρσ )
sorprendente (επίθ.)
sorprendentemente (επίρ.)
sorprendere (ρ. μτβ.)
sorprendersi (ρ.μ. (αντων.))
sorpresa (θηλ.ουσ)
sorpreso (επίθ.)
sorreggere (ρ. μτβ.)
sorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
sorrentino (ουσ αρσ )
sorrentino (επίθ.)
sorridente (επίθ.)
sorridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---